- κορεστός
- κορεστός, -ή, -όν (Α) [κορέννυμι]αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακορέστως — (Μ) επίρρ. αχόρταγα, με πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀ κορέστως (< ἀ κόρεστος «αχόρταγος»)] … Dictionary of Greek
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek